αναρριχητικό

αναρριχητικό
Στη βοτανική ονομάζεται α. το φυτό που ο βλαστός του δεν μπορεί να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά αναπτύσσεται στηριζόμενο στους κορμούς και στα κλαδιά άλλων φυτών ή σε διάφορα υποστηρίγματα (τοίχοι, βράχοι, πάσσαλοι), προσκολλώμενο σε αυτά με επακτές ρίζες (π.χ. κισσός) ή με έλικες που έχουν απτικά δισκία στην άκρη σαν μικρές βεντούζες (π.χ. αμπέλοψιςπαρθενόκισσος o βεΐτχειος). Πρέπει να θεωρηθούν α. και φυτά όπως τα μπιζέλια, η κολοκυθιά, η φασολιά κλπ., που περιτυλίσσονται σπειροειδώς λιγότερο ή περισσότερο σφιχτά με έλικες (ψαλίδες) ή άγκιστρα, τα οποία είναι μετασχηματισμοί φύλλων ή κλάδων (π.χ. η άμπελος). Παράξενους μακρότατους αναρριχητικούς βλαστούς έχουν οι λιάνες, που σχηματίζουν πυκνότατα δίχτυα ανάμεσα στα δέντρα των τροπικών δασών. Παλαιός πύργος ο οποίος έχει σκεπαστεί από παρθενόκισσο, ένα αναρριχητικό φυτό που προσκολλάται στον τοίχο με έλικες εφοδιασμένους με απτικά δισκία σαν μικρές βεντούζες (φωτ. Dulevant). Ο βλαστός της φασολιάς περιτυλίγεται σπειροειδώς στο υποστήριγμα (φωτ. Tomsich).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιπλοκάδα — Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των Ασκληπιαδιδών, γνωστό και ως περικοκλάδα. Έχει φύλλα αντίθετα και άνθη που εμφανίζονται κατά κύματα. Ο καρπός του είναι λοβός με πολυάριθμα, συνήθως, τριχωτά σπέρματα. Το φυτό αυτό χρησιμοποιείται κυρίως ως… …   Dictionary of Greek

  • αναπλεξάδι — το κάθε αναρριχητικό φυτό …   Dictionary of Greek

  • βανίλια — Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για …   Dictionary of Greek

  • δρυάς — δρυάς, ο (Μ) δάσος από βαλανιδιές, δρυμός. η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες) νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως τού δέντρου «δρύς» νεοελλ. αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά …   Dictionary of Greek

  • δρυοκόπος — ο (Α δρυοκόπος) νεοελλ. αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη αρχ. υλοτόμος, ξυλοκόπος …   Dictionary of Greek

  • ελίχρυσο — το (Α ἑλίχρυσος, ο) αναρριχητικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα …   Dictionary of Greek

  • ιπόμοια — Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη, που κατάγονται από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Πρόκειται κυρίως για μονοετείς ή πολυετείς πόες, έρπουσες ή αναρριχώμενες, με φύλλα κατ’ εναλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • οφιοστάφυλον — ὀφιοστάφυλον, τὸ (Α) 1. άγριο αναρριχητικό φυτό, πιθ. η λευκή άμπελος ή βρυωνία τού Διοσκορίδη, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες βρυωνιά, αβρωνιά και οβριά 2. η κάππαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + σταφυλή] …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”